- σκετς
- το, Ν1. είδος μικρού μονόπρακτου θεατρικού έργου2. σπαν. σκίτσο, πρόχειρο ή προκαταρκτικό σχεδίασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sketch < ιταλ. schizzo (βλ. και σκίτσο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκετς — το άκλ. (λ. αγγλ.), μονόπρακτο θεατρικό έργο: Στη γιορτή του σχολείου έπαιξαν ένα σκετς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… … Dictionary of Greek
μπάλος — Νησιώτικος, αντικριστός, οργανικός χορός, που χορεύεται σε όλα τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σκετς παντομίμας, γεμάτο χάρη, κομψότητα και ευγένεια. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές και κάποια ελευθερία στις… … Dictionary of Greek
παντομίμα — Μορφή θεάτρου στην αρχαία Ρώμη, καθαρά ρωμαϊκή δημιουργία. Τα θέματα ήταν σχεδόν πάντα μυθολογικά και τα λόγια τα τραγουδούσαν, ενώ ο ηθοποιός χόρευε σιωπηλά ή έπαιζε τους ρόλους. Το 20 π.Χ. ο Έλληνας ηθοποιός Πυλάδης εμπλούτισε την π. με μεγάλη… … Dictionary of Greek
ρεβύ — η, Ν ελαφρό θεατρικό έργο με σκετς που σατιρίζουν την επικαιρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. revue «αναθεώρηση» (< γαλλ. revoir «ξαναβλέπω»)] … Dictionary of Greek
τσίρκο — Θέαμα που συνίσταται βασικά σε επιδείξεις ακροβατών και γυμνασμένων ζώων, οι οποίες γίνονται σε ειδικά οικοδομήματα, μόνιμα ή προσωρινά, με μια κυκλική πίστα στο κέντρο. Μολονότι το όνομά του θυμίζει τα ρωμαϊκά θεάματα του circus (η λέξη… … Dictionary of Greek
βοντβίλ — (vaudeville). Γαλλικός όρος, που άλλοι ετυμολογούν από τις λέξεις voix de ville (δηλαδή φωνές της πόλης), που χρησιμοποίησε ο Povσάρ ήδη από το 1570 περίπου και σήμαινε ένα τραγούδι λαϊκής έμπνευσης, και άλλοι από τις λέξεις vau de Vire (δηλαδή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Κλιζ, Τζον — (John Cleese, Αγγλία 1939 –). Βρετανός ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός. Πραγματοποίησε νομικές σπουδές στο κολέγιο του Κέιμπριτζ, αλλά ποτέ δεν εξάσκησε το δικηγορικό επάγγελμα. Συνάντησε την Κόνι Μπουθ (την οποία παντρεύτηκε αργότερα) και… … Dictionary of Greek
Μαγιακόφσκι, Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς — (Vladimir Vladimirovich Mayakovsky, Μπαγκντάντι [σημερινό Μαγιακόφσκι], Γεωργία 1893 – Μόσχα 1930). Ρώσος ποιητής. Το 1906, μετά τον θάνατο του πατέρα του, που ήταν επιθεωρητής δασών, η οικογένεια Μ. εγκαταστάθηκε στη Μόσχα. Ο νεαρός Βλαντίμιρ,… … Dictionary of Greek